νήις

νήις
(I)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειρος («νῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)
2. φρ. «νῆϊς πατρός» — ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει» (< nescio) και είναι σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα *νε- (βλ. λ. νη-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη βαθμίδα (F) ιδ- τού (F)οἶδα «γνωρίζω». Η μορφή νη- με την οποία εμφανίζεται το στερ. πρόθημα έχει εξηγηθεί ως μετρική έκταση ενός αρχικού *νε-, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο τ. νῆϊς σχηματίστηκε αναλογικά προς τ. όπως νηλεής, νημερτής, όπου το -νη- προέρχεται από συναίρεση τού *νε- με το αρχικό φωνήεν τού β' συνθετικού (βλ. λ. νη-)].
————————
(II)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «δειλός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀσθενής, αδύνατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη* + ἴς «ισχύς, δύναμη»].
————————
(III)
νῆϊς, ἡ (Α)
νηάς*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νηίς — Νηΐς, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. Ναϊάς …   Dictionary of Greek

  • νῆις — νῇς , νάω flow pres subj act 2nd sg (doric) νῇς , νάω flow pres ind act 2nd sg (doric) νῇς , νέω swim pres subj act 2nd sg νῇς , νέω 1 swim pres subj act 2nd sg νῇς , νέω 2 spin pres subj act 2nd sg νῇς , νέω 3 heap pres subj act 2nd sg νῆις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηίς — Ναιάς Naiad fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηίς — Ναιάς Naiad fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῆιν — νῆις unknowing of masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήιδα — νῆις unknowing of masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήιδας — νῆις unknowing of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήιδες — νῆις unknowing of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήιδι — νῆις unknowing of masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήιδος — νῆις unknowing of masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”